ευπατορίνη

ευπατορίνη
η
κρυσταλλικός γλυκοζίτης που απαντά στό φυτό ευπατόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευπατόριον. Η λ. μαρτυρείται από το 1842 στον Ξαβέριο Λάνδερερ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”